Θυμάμαι τη μάνα μου να ετοιμάζει τις βαλίτσες…. «Θα πάμε στον Καναδά να βρούμε τον μπαμπά σου». Τον πατέρα μου είχα να τον δω έναν χρόνο. Είχε φύγει πρώτος κι αφού βρήκε δουλειά και σπίτι, μας έστειλε πρόσκληση. Είχα μια λαχτάρα, μια αγωνία. Το ‘λεγα σε όλους μου τους φίλους! Το τελευταίο βράδυ κάναμε τραπέζι στο σπίτι, για να αποχαιρετήσουμε τους συγγενείς… και όλοι έκλαιγαν… Την επόμενη μέρα πρωι-πρωί αναχωρήσαμε για Πειραιά. Πρώτη φορά ταξίδευα με πλοίο. Θυμάμαι τις ορχήστρες που έπαιζαν το βράδυ, τα φαγητά και τα γλυκά που μας σέρβιραν και τα παιχνίδια που μας δώριζε ο καπετάνιος σε μας τα παιδιά. Δώδεκα μέρες κράτησε το ταξίδι. Δώδεκα μέρες παιχνίδι!
Τότε φεύγαν όλοι για Καναδά. Εμένα είχε φύγει μια φίλη μου απ’ το χωριό. Κι είπα θα πάω κι εγώ. Θα κάτσω πέντε χρόνια, να μαζέψω την προίκα μου, γιατί ο πατέρας μου δεν είχε, και θα γυρίσω πίσω. Κι έκανα αίτηση στην ΔΕΜΕ. Εμείς, οι νέες κοπέλες, ερχόμασταν τότε ως υπηρεσίες. Πήγα στην Αθήνα σε μια σχολή για 4 μήνες. Εκεί μας μάθαιναν τα της οικοκυρικής. Να μαγειρεύουμε, να σερβίρουμε, να χρησιμοποιούμε την ηλεκτρική σκούπα. Αγγλικά! Και μετά κανόνιζαν και φεύγαμε. 25 κοπέλες κάθε μήνα. Πρώτη φορά έμπαινα σε καράβι. Τι σερβίτσια, τι ορχήστρες, τι χοροί!! Όνειρο ήταν. Όσο ήμασταν στη Μεσόγειο. Γιατί μετά που βγήκαμε στον Ατλαντικό, δεν σηκωθήκαμε από το κρεβάτι.
Πάντοτε ήθελα να ταξιδέψω. Να φύγω από την Ελλάδα, να γνωρίσω άλλους τόπους, να δω τι γίνεται έξω. Ήταν και δύσκολα τα χρόνια τότε στην Ελλάδα. Άκουγα και τους φίλους μου που λέγανε ιστορίες από τα καράβια και μου άρεσαν… Στα 17 έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο. Και στις 15 Μαρτίου του 1964 μπάρκαρα. Κάϊρο, Βομβάη, Σιγκαπούρη, Σανγκάη, Βανκούβερ, Νέα Υόρκη, Ρότερνταμ, Πρίντεζι … Έμεινα 2 χρόνια στο καράβι. Καμαρότος. Τότε έκανα παρέα με τον Στέλιο. Και μου ‘χε πάρει τα αυτιά. Να βγούμε σκαστοί στον Καναδά. Εκεί είχε συγγενείς. Εκεί, μου ‘λεγε, θα στεριώναμε…Θα βγάζαμε πολλά λεφτά. Κι έτσι κι έγινε. Το 1966 βρεθήκαμε στο Μόντρεαλ «τουρίστες».