×

Δεκαετία ‘60. Καράβι «Ολύμπια». Προορισμός Καναδάς. Ένα παιδί, μια νεαρή γυναίκα και ένας άνδρας ναυτικός «συναντιούνται» στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Πιθανόν να μην γνωριστούν ποτέ μεταξύ τους, αλλά κάποια στιγμή τα βήματά τους θα διασταυρωθούν σε μια πόλη του Καναδά, στην οποία θα ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους. Στιγμιότυπα από την εργασιακή καθημερινότητα και τον κοινωνικό βίο, σκέψεις και όνειρα αποκαλύπτουν τις διαφορετικές εμπειρίες και διαδρομές που ακολούθησαν στο πλαίσιο αυτού του «ταξιδιού».

Το «Παράλληλοι Βίοι» είναι ένα interactive graphic novel, που χρηματοδοτήθηκε από την έδρα Ελληνικών σπουδών Φρίξος Παπαχρηστίδης του πανεπιστημίου McGill και το οποίο βασίζεται σε προφορικές μαρτυρίες και αρχειακό υλικό που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος προφορικής Ιστορίας Immigrec («Γλώσσα και Μετανάστευση στον Καναδά: Έλληνες και Ελληνοκαναδοί», 2017-2019) που υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, και σκοπεύει στην μελέτη της κοινωνικής ιστορίας της ελληνικής μετανάστευσης στον Καναδά την περίοδο 1945-1975.



Γενική επιμέλεια: Τάσος Αναστασιάδης, Ιπποκράτης Παπαδημητράκος (ΜΑΤΑΡΟΑ), Αλεξάνδρα Σιώτου

Σχέδια: Γιώργος Γούσης, Παναγιώτης Πανταζής

Kείμενα και εξιστόρηση: Αλεξάνδρα Σιώτου

Προγραμματισμός: Βίκυ Φίσκα (ΜΑΤΑΡΟΑ)

Μεταφράσεις: Δήμητρα Πανέρη

<< Προηγούμενο

Εν ώρα εργασίας

Επόμενο >>

Όταν φθάσαμε στο Μόντρεαλ, μας πήγαν στο γραφείο. Κι ήρθαν οι Εβραίες και μας διάλεγαν. Εγώ ήμουν τυχερή. Πήγα στο σπίτι μιας οικογένειας Εβραίων. Καλοί άνθρωποι. Φρόντιζα τα παιδιά τους και τους μαγείρευα. Δε δούλεψα, όμως, για πολύ καιρό ως υπηρεσία. Μόνο έξι μήνες! Μετά έφυγα και πήγα σε ένα εργοστάσιο. Μοδίστρα! Αν και δεν είχα πιάσει ποτέ βελόνι στα χέρια μου. Σε αυτούς είπα ψέματα. Τι να ‘λεγα; Και να κάνω στραβά τα γαζιά και να μου βάζουν τις φωνές οι φλορμαν!!! Και να ακούς και από πάνω ότι ήρθαμε να τους πάρουμε τις δουλειές! Στην αρχή στεναχωρήθηκα πολύ, πιέστηκα. Βλέπεις, έπρεπε να βγάζουμε παραγωγή!! Αλλά μετά που έμαθα, δούλευα κι εγώ σα μηχανή! Και περνούσα και καλά. Με το καλαμπούρι μας, τη μουσική μας, όλες μαζί κόβε- ράβε- ξήλωνε!

Πρώτη δουλειά; Πιατάς! Μου τη βρήκε ο γαμπρός του φίλου μου. Ήμασταν καμιά δεκαριά Έλληνες που περιμέναμε στην είσοδο του εστιατορίου, αλλά προτίμησε εμένα το αφεντικό, γιατί ήμασταν κοντοχωριανοί. Δύσκολη δουλειά. Δεν ήμουν εγώ μαθημένος σε αυτά! Άσε που φοβόμουν πως θα έκανα μια ζωή λάντζα! Ευτυχώς, όμως, ξέφυγα. Κατάφερα, όταν έγινα πια νόμιμος, να βρω δουλειά ως μηχανικός σε ένα εργοστάσιο. Με βοήθησε, φυσικά, το ότι μιλούσα τη γλώσσα, τα αγγλικά!

Όταν πέρασε το καλοκαίρι, οι γονείς μου με έγραψαν στο σχολείο. Στο αγγλόφωνο. Υπήρχε κι ένα πιο κοντά στο σπίτι μας, αλλά δεν με δέχτηκαν. Εκεί πήγαιναν μόνο οι καθολικοί. Στην αρχή, φυσικά, δεν καταλάβαινα τίποτα. Ευτυχώς, ήταν κι άλλα παιδιά από την Ελλάδα και έπαιζα στα διαλείμματα μαζί τους. Αργότερα, όταν έμαθα καλύτερα τη γλώσσα, άρχισα να κάνω παρέα και με Κεμπεκουά και με Πορτογάλους και με Ιταλούς! Και βοηθούσα και τους γονείς μου. Ήμουν ο διερμηνέας τους. Πήγαινα μαζί τους στο νοσοκομείο, στις δημόσιες υπηρεσίες ακόμα και στο εργοστάσιο, όταν χρειάστηκε, για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Αφού δεν ήξεραν τη γλώσσα. Μόνο δουλειά! Δούλευα κι εγώ τότε, για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου. Σε ένα ελληνικό παντοπωλείο…