
Στο σπίτι κρατούσαμε όλες τις ελληνικές παραδόσεις. Και όχι μόνο! Αν και ζούσα στο Μόντρεαλ, μεγάλωσα με τις αρχές της Ελλάδας. Και πάντα προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στις νέες μου συνήθειες και στα πιστεύω των γονιών μου για τη ζωή…
Τον άνδρα μου τον γνώρισα μέσω ενός φιλικού ζευγαριού. Είχα πάει επίσκεψη στο σπίτι τους και έτυχε έτσι να είναι κι αυτός εκεί. Βγήκαμε, τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε και μέσα σε μερικούς μήνες παντρευτήκαμε. Μόνοι μας. Χωρίς συγγενείς και οικογένεια. Ε, μετά ήρθαν τα παιδιά. Και σταμάτησα τη δουλειά. Δεν ήθελε ο άνδρας μου να μεγαλώσουν τα παιδιά μας ξένες. Άσε, που τότε ακούγαμε τρελά πράγματα. Ότι οι νταντάδες έδιναν υπνωτικά χάπια στα παιδιά, για να κοιμούνται, κι άλλα, κι άλλα πολλά. Μετά από 3 χρόνια, έφερα και τη μητέρα μου εδώ. Είχα κάνει και το δεύτερο και χρειαζόμουν βοήθεια. Εν τω μεταξύ, είχα κάνει πρόσκληση και τα αδέλφια μου. Και τους είχα όλους εδώ. Μέναμε όλοι μαζί μέχρι να τακτοποιηθούν.
Τότε που ήμουν λαθραίος, όλοι οι φίλοι μου με συμβούλευαν να βρω μια Ελληνίδα εδώ στον Καναδά να την παντρευτώ και να γλιτώσω από τα βάσανά μου. Αλλά εγώ δεν ήθελα. Μου άρεσε η εργένικη ζωή και οι Γαλλιδούλες. Μετά από μερικά χρόνια, ανέλαβε δράση ο πατέρας μου. Φοβόταν μη μείνω γεροντοπαλίκαρο. Κι άρχισαν τα προξενιά από την Ελλάδα. Και τα γράμματα με τις φωτογραφίες. Κι έτσι αρραβωνιάστηκα χωρίς να το καταλάβω. Την έφερα εδώ και παντρευτήκαμε στον ‘Άγιο Γεώργιο. Μετά από ένα χρόνο αποκτήσαμε ένα παιδί. Δυσκολευτήκαμε πολύ, γιατί δουλεύαμε και οι δυο. Κι εγώ αναγκάστηκα και δούλευα βραδινός τα πρώτα χρόνια, γιατί δεν είχαμε κανέναν να το κρατήσει και δεν θέλαμε να το στείλουμε στην Ελλάδα να το μεγαλώσει η μάνα μου.